ἐκταραττομένης

ἐκταραττομένης
ἐκταράσσω
throw into confusion
pres part mp fem gen sg (attic epic ionic)
ἐκταράσσω
throw into confusion
pres part mp fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εκταράσσω — ἐκταράσσω αττ. τ. ἐκταράττω (Α) 1. ρίχνω σε σύγχυση, φέρνω σε ταραχή, προκαλώ ταραχή, συνταράσσω («τῆς ἐμῆς ψυχῆς δεινῶς ἐκταραττομένης», Μηναία, Ωδ. 3) 2. παθ. ιατρ. ( ομαι) (για κοιλιακή διαταραχή) έχω διάρροια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”